- καλοκαρδίζω
- [калоакрдизо] р.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καλοκαρδίζω — καλοκαρδίζω, καλοκάρδισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: καλοκαρδίζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή. Το ρ. σημαίνει κυρίως → κάνω κάποιον να χαρεί, και σπάνια → χαίρομαι ο ίδιος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλοκαρδίζω — (Μ καλοκαρδίζω) [καλόκαρδος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον χαρούμενο, ευτυχισμένο 2. (αμτβ.) χαίρομαι, είμαι ευχαριστημένος, ευθυμώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καλοκαρδισμένος, η, ο(ν) χαρούμενος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος νεοελλ. (με ειρωνική… … Dictionary of Greek
καλοκαρδίζω — καλοκάρδισα, καλοκαρδίστηκα, καλοκαρδισμένος 1. κάνω κάποιον εύθυμο, χαροποιώ: Με καλοκάρδισες με όσα μου είπες. 2. γίνομαι εύθυμος, ευφραίνομαι: Όταν τη βλέπω καλοκαρδίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλοκάρδιστος — η, ο [καλοκαρδίζω] όποιος δεν είναι καλοκαρδισμένος, δεν έχει εύθυμη διάθεση, δεν έχει νιώσει χαρές, βασανισμένος … Dictionary of Greek
ευφραίνω — (ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [εύφρων] 1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ. β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.) 2. και μέσ. ευφραίνομαι αισθάνομαι… … Dictionary of Greek
καλοκάρδισμα — και καλοκάρδιασμα, το [καλοκαρδίζω] χαροποίηση, χαρά, αγαλλίαση, ευχάριστη ψυχική διάθεση από ευτυχή συμβάντα … Dictionary of Greek
καλοκαρδιάζω — (Μ) [καλοκαρδιά] ευφραίνω, καλοκαρδίζω, χαροποιώ … Dictionary of Greek
καλοκαρδιστής — καλοκαρδιστής, ὁ (Μ) [καλοκαρδίζω] ανοιχτόκαρδος, αυτός που φέρνει ευφροσύνη … Dictionary of Greek
καλοψυχίζω — και καλοψυχώ και άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος] νεοελλ. 1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή 2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ αυτόν χρωστάω τη… … Dictionary of Greek
ευφραίνω — ανα, άνθηκα. 1. δημιουργώ χαρά, χαροποιώ, καλοκαρδίζω: Αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις (Βαλαωρίτης). 2. μέσ., ευφραίνομαι νιώθω ευχάριστα, ικανοποιούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)